- μαλλιοτράβηγμα
- και μαλλοτράβηγμα, το [μαλλιοτραβώ]έντονος διαπληκτισμός, μεγάλος τσακωμός με αλληλοτράβηγμα τών μαλλιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλλιοτράβηγμα — το καβγάς, τσακωμός, έντονος διαπληκτισμός: Σταμάτησαν να μιλάνε μετά το μαλλιοτράβηγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαλλοτράβηγμα — το βλ. μαλλιοτράβηγμα … Dictionary of Greek
σουρομάλλιασμα — το, Ν [σουρομαλλιάζω] το μαλλιοτράβηγμα … Dictionary of Greek